- ἡμίδραχμον
- ἡμίδραχμονhalf-drachmaneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημίδραχμον — ἡμίδραχμον, τὸ (Α) 1. μισή δραχμή 2. σταθμική μονάδα για φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δί δραχμον, τρί δραχμον] … Dictionary of Greek
ἡμιδράχμοιο — ἡμίδραχμον half drachma neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίδραχμα — ἡμίδραχμον half drachma neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Драхма (Древняя Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Драхма … Википедия
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη … Dictionary of Greek